«Ο μπάρμπας μου ο Παναγής» της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μια μικρή κιβωτός μνήμης.
Ενα τραγούδι που αποτελεί φόρο τιμής, όχι μόνο σ’ εκείνον, αλλά και σ΄όλο το μικρασιατικό ελληνισμό,
που, η περηφάνια, η λεβεντιά του, «καμάρι κι ασικλίκι», σηματοδοτούσαν το γενετικό του υλικό, την εποχή εκείνη.
Μιά στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Δύο συνθέτες Γιώργος Στεφανάκης, Τάσσος Γκρούς
Δύο ερμηνευτές Μιχάλης Ζαμπέτας, Αργυρώ Καπάρου
1. Ο ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΜΟΥ Ο ΠΑΝΑΗΣ
Ερμηνεία: Μιχάλης Ζαμπέτας
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Γιώργος Στεφανάκης
CD, Single ” Ο Μπάρμπας Μου Ο Παναής ” 1999
2. Ο ΠΑΝΑΓΗΣ
Ερμηνεία: Αργυρώ Καπαρού
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Τάσσος Γκρους
CD, Single ” Ο Παναγής ” 2001
ΣΤΙΧΟΙ
Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
Τον ξακουστό τον Παναγή
Καμάρι κι ασικλίκι
Λάζο στη μέση του χωστό
Μουστάκι μαύρο γυριστό
Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Τσακιρισμένος μια βραδιά
Κι ως ήταν άντρας με καρδιά
Τον βάρεσε η τρέλα
Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
Ξεσήκωσε τις γειτονιές
Κι έσπασε δυο μπορντέλα
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Η μάνα μου η Αλισαβώ
Και η νενέ μου η Τζεβώ
είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές
Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
Κρύβαμε κατιρμάδες
Και κάποιο δειλινό μουντό
Μας τον εφέραν σηκωτό
Στο σπίτι λαβωμένο
Με ματωμένη τραχηλιά
Σπασμένη ραχοκοκαλιά
Πολύ βαριά μαχαιρωμένο.
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Και πρίν χάραξει η αυγή
Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
Τον στόλιζαν στη κάσα
Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
Τον μπάρμπα μου τον Παναή
Πήρ’ η Τουρκιά ανάσα
Τον έφαγε μια παστρικιά
Μια του παλιά αγαπητικιά
Αχ έρημη αγάπη
Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
Κρυφά της τάχε από καιρό
Με την Αγγέλα του Αράπη
Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ’ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει
Μα σβήστηκε ο Παναής
Απ’ τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του
Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος (δις)
ο στιχος αυτός στη σύνθεση του Τάσσου Γκρούς
(Μεγάλωσα κι εγώ που λες
Κοπέλα μες τις κοπελιές
Και τ’ Αϊβαλιού λουλούδι
Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σας τον έκανα τραγούδι)
ΣΧΟΛΙΑ
1. CD, Single ” Ο Μπάρμπας Μου Ο Παναής ” 1999
Μουσική: Γιώργος Στεφανάκης
2. CD, Single ” Ο Παναγής ” 2001
Μουσική: Τάσσος Γκρούς
«Ο Παναγής» της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μια μικρή κιβωτός μνήμης
Από τα τραγούδια που περιέχουν μια ολόκληρη ιστορία και μεταφέρουν το κλίμα και τα ήθη μιας άλλης εποχής.
Σημειώσεις στο περιθώριο…
Κόντρα στους καιρούς και στο φύλο της, παρορμητική, ατίθαση, αιρετική για τους άλλους και τις ιδέες τους, ορθόδοξη γι αυτό που πίστευε η ίδια πως είναι η ζωή, δέσμια των παθών της, δεξαμενή έμπνευσης και λαϊκής σοφίας, που ήξερε να τα μετατρέπει και τα δύο σε στίχους, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε ο καθρέφτης των καημών του ελληνικού λαού, ένας καθρέφτης που έγινε τραγούδι.
Μια στιχουργός – ποιήτρια, που, όσο αντέχει το λαϊκό τραγούδι, αντέχει κι αυτή, γιατί, ανατρέχοντας στα τραγούδια που αγαπήσαμε, ανακαλύπτουμε πως κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό… είναι δικό της.
Οι γραμμές αυτές δε θα αναφερθούν ούτε στη συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, ούτε με τους άλλους μεγάλους .συνθέτες, που με τη μουσική τους πάντρεψε τους στίχους της
Οι γραμμές αυτές γράφονται, για να φέρουν στο φως – για όσους δεν το γνωρίζουν – ένα μοναδικό τραγούδι της, που γράφτηκε για τον «Παναγή», το μπάρμπα της, όπως εξομολογείται, ένα τραγούδι που αποτελεί φόρο τιμής, όχι μόνο σ’ εκείνον, αλλά και σ΄όλο το μικρασιατικό ελληνισμό, που, η περηφάνια, η λεβεντιά του, «καμάρι κι ασικλίκι», σηματοδοτούσαν το γενετικό του υλικό, την εποχή εκείνη.
Το μπάρμπα μου
Δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σας τον έκανα τραγούδι
Οι στίχοι της Παπαγιαννοπούλοu, στο συγκεκριμένο τραγούδι, αποτελούν μια μικρή κιβωτό μνήμης, που έχει την ικανότητα να προστατεύει και να μεταφέρει στο σήμερα ένα ανδρικό πορτρέτο, τόσο ξεχασμένο για την εποχή μας. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως «θεοί και δαίμονες» θέλουν να εξαφανίσουν τέτοια αντρικά πρότυπα, επιβλαβή για τους λαούς – δούλους, που θέλουν να κατασκευάσουν. Γι αυτούς πρότυπα πρέπει να είναι οι «άντρες» της τηλεόρασης που ακκίζονται με τις απαστράπτουσες «γυναίκες – γλάστρες» της. Ο Παναγής, «φόβος της Τουρκιάς»
Καβάλα σε λιγνό φαρί
Το μάτι του θολό, βαρύ
Πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Είχε όμως αυτός ο τρομερός άνδρας την ευαισθησία να κλαίει για τη φτωχολογιά
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Ακόμη όμως και για έναν τέτοιον άντρα, τα πάθη, «τα σεκλέτια της καρδιάς», είναι κάποτε μοιραία
Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
Το πορτρέτο του Παναγή ζωντανεύει, με μια ασύλληπτη δύναμη, εικόνες απ΄το παρελθόν, φέρνοντας στο σήμερα λέξεις, αισθήματα, συμπεριφορές, μ’ ένα άρωμα βαθιάς νοσταλγίας…
Ο Συνθέτης του τραγουδιού Γιώργος Στεφανάκης (οργανίστας του ιστορικού συγκροτήματος των Πελόμα Μποκιού) λέει σε συνέντευξή του στις 11/04/2017 στον Γιάννης Αλεξίου:
” Σε ένα από αυτά τα τραγούδια είχε τραγουδήσει ο Μιχάλης Ζαμπέτας, ο γιος του Γιώργου, ο οποίος είχε τραγουδήσει και ένα άλλο τραγούδι μου το «Ο Μπάρμπας μου ο Παναής», σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που έχει περισσότερα από 500.000 views στο youtube κι έχει αγαπηθεί από πολύ κόσμο χωρίς να έχει παιχθεί σε κανένα μαγαζί. Αυτό το τραγούδι το είχε δώσει η εγγονή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στον Τάκη Ανδρούτσο και μια μέρα που ήμουν σπίτι του έπιασα την κιθάρα κι ενώ εκείνος έφτιαχνε καφέ, το μελοποίησα και το τραγούδησα. Μόλις έρχεται ο Τάκης μου λέει ότι μας το είχε δώσει για τους Πελόμα το τραγούδι αυτό, αλλά δεν μας κάνει γιατί είναι λαϊκό. Αν το θέλεις πάρτο. Το έβαλα και στον Βλάσση (Μπονάτσο} να το ακούσει και είχε την ίδια γνώμη με τον Τάκη.”
Καθώς τα λόγια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου περιλαμβάνουν πολλά «εμπόδια» ένα μικρό γλωσσάρι.
………………Kοντραμπατζής Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ” αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους «κώδικα τιμής» (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.
Στα Βουρλά είχαν και το σινάφι τους.Αυτό των κοντραμπατζήδων και τιμούσαν κάθε Δεκέβρη τον άγιό τους.Τον Αγιο Ελευθέριο!
Ο κοντραμπατζής,ο Βουρλιώτης ή Αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ” αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ” το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες.
Ο Ηλίας Βενέζης στην «Αιολική Γη» τους περιγράφει έτσι:
«Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. …ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι…Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές.»
Για τις παλιές λέξεις στους στίχους κατά σειρά εμφανίσεως:
Ασικλίκι από το Ασίκης, λεβεντιά, παλικαριά
Λάζο Μαχαίρι που διπλώνει, σουγιάς
Χωστό θα πει κρυφό
Το γυριστό μουστάκι ένδειξη κοκκεταρίας.
Καφέ αμάν Καφενείο με πάλκο για μουσική και νούμερα
Τσαντιρμά – «τζανταρμάς» από το γαλλικό gendarmerie (ζανταρμερί) χωροφυλακή
Κατσιρμά ως επίρρημα σημαίνει κρυφά. Στις αρχές του αιώνα οι σχολικές κοπάνες λεγόντουσαν κατσιρμάδες (κρυψίματα)
Καρακόλι είναι η περίπολος αλλά και η ενέδρα. Μάλλον εδώ το πρώτο. Η έννοια μπάτσος εμφανίστηκε μετά το 22 και η έννοια στρατονόμος μεταδικτατορικά.
Βουρλά πόλη της επαρχίας της Σμύρνης
Κατιρμάς, κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.
Αντάμης είναι ο παλληκαράς, ο άντρας ο θαρραλέοςς. Στην πελλοπόννησο προφέρεται αδάμης.
Κοντραμπατζής είναι πάλι ο λαθρέμπορος και αναφέρονταν κυρίως σ’ αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης.
Λιγνό φαρί πολεμικό βαρβάτο άλογο
Τσακιρισμένος Σε κατάσταση έντονης ευφορίας, μεθυσμένος.
Αλισαβώ χαϊδευτικό του Ελισσάβετ. Τυπικό μικρασιάτικο.
Το Τζεβώ, χαιδευτικό του Ευγενία ή του Ευτυχία
Νένε η γιαγιά
Αβανιά είναι η κακογλωσσιά, η συκοφαντία
Κατιρμάδες τα λαθραία
Παστρικιά είναι η πόρνη
Κιρχανάς ή κερχανάς κανονικά το μαγαζί. Εδώ το μπουρδέλο.
Η παράγωγη λέξη κερχανατζής που είναι ακόμα σε χρήση σημαίνει μαγαζάτορας ή μπουρδελιάρης.
Καλή Ακρόαση